- μετακλασικός, -ή
- -ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε εποχή μετά την αρχαία κλασική: Το μετακλασικό μνημείο κινδύνευε να καταρρεύσει από τους σεισμούς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.